νεογνικός

νεογνικός
-ή, -ό [νεογνός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεογνό
2. φρ. α) «νεογνική περίοδος» — το χρονικό διάστημα από τη γέννηση μέχρι την εικοστή όγδοη ημέρα
β) «νεογνική θνησιμότητα» — η θνησιμότητα κατά τις πρώτες τέσσερεις εβδομάδες ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”